Μόλις μπήκα στο σπίτι και κυριολεκτικά τρέχοντας κάθομαι στο λαπιτόπι για να παραθέσω εν τάχει το σημερινό στοχασμό μου.
Απόγευμα Κυριακής και αποφασίζω να κατέβω προς Ζάππειο για την έκθεση βιβλίου. Παρκάρω τ’ αμάξι Ομόνοια (αυτή με τα νεκροζώντανα πρεζόνια και τους άπλυτους λαθρομετανάστες) και το κόβω με τα πόδια μέχρι την έκθεση. Πλησιάζοντας προς το Σύνταγμα παρατηρώ τον κόσμο που είχε αρχίσει να πυκνώνει στα πέριξ και στο μέσον της πλατείας. Ποιοι ήταν όλοι αυτοί άραγε; Αυτοπροσδιορίζονται ως οι αγανακτισμένοι αν δεν απατώμαι. Καλά ως εδώ. Συνεχίζω ακάθεκτος την πορεία μου περνώντας παράλληλα από το μνημείο του άγνωστου στρατιώτη (με καμιά 40ρια ΥΜΕΤατζήδες σε παράταξη να φυλάνε το σημείο) κάνοντας φιλότιμες προσπάθειες να προσπελάσω το πλήθος των αγανακτισμένων πολιτών. Όσο λοιπόν διήρκεσε αυτή η φιλότιμη προσπάθεια (που μου πήρε κάνα 10λεπτο) άρχισα να παρατηρώ – κόβω φάτσες. Να τη πω την αμαρτία μου (και θα την πω) πέρα από κάποιους νεολαίους, η πλειοψηφία ήταν κάτι θείτσες που αρκετές από αυτές μάλιστα κρατούσαν και κουζινικά στα χέρια τους τα οποία συχνά πυκνά τα κοπανούσαν μεταξύ τους ως ένδειξη διαμαρτυρίας. Αργεντίνικη αντιγραφή φυσικά που όταν είχε γίνει (προ 10ετίας περίπου) είχε και τη συμβολική της σημασία καθώς η Αργεντίνα νοικοκυρά αδυνατώντας να γεμίσει το τσουκάλι με φαΐ καθότι χρεοκοπημένη, το μόνο που της απέμενε ήταν να το χρησιμοποιήσει (συμβολικά πάντα) ως μουσικό όργανο. Βέβαια οι δικές μας οι θείτσες, μου έφερναν στο μυαλό κάτι από (υπό)κόσμο συγκεντρώσεων του πανάγαθου και παναγιότατου (κυρίως) μακαρίτη Χριστόδουλου των εποχών που μαχόταν κατά της νέας σατανικής ταυτότητας. Τελείως υποκειμενικό αυτό θα μου πεις. Φυσικά και εκεί έγκειται η αμαρτία που προανέφερα. Κάποια στιγμή τέλος πάντων καταφέρνω και περνάω αλώβητος από το πλήθος, φτάνω στην έκθεση, κάνω τα ψώνια μου (για την ιστορία αγόρασα το μανιφέστο του Κ.Κ του Μαρξ – παραγγελιά ενός φίλου και ένα άλλο βιβλιαράκι for me) και αποφασίζω να γυρίσω ξανά προς το Σύνταγμα για να συναντήσω μερικούς φίλους που με περίμεναν εκεί πίνοντας τον Κυριακάτικο απογευματινό καφέ τους. Εν τω μεταξύ ο κόσμος είχε αυξηθεί κατά πολύ σε σχέση με μια ώρα νωρίτερα πράγμα το οποίο έκανε πολλή δυσκολότερη την προσπάθεια μου να προσεγγίσω την πλατεία Συντάγματος και πόσο μάλλον που έπρεπε να κατέβω και τα σκαλιά της πλατείας από την Πανεπιστημίου, τα οποία ήταν κατειλημμένα (χάριν ξεκούρασης και αναψυχής) από τους αγανακτισμένους. Όσο περνούσε η ώρα, άρχισα να διαπιστώνω ότι η προσπάθεια για κατάβαση της πλατείας θα απέβαινε μάταιη. Στην κυριολεξία έχανε η μάνα το παιδί (το Ελληνόπουλο πάντα) και το παιδί τη μάνα (την βέρα, την τιμημένη την Ελληνίδα). Εν τω μεταξύ και αφού χρόνος υπήρχε άφθονος, άρχισα εκ νέου να κόβω φάτσες. Αυτή τη φορά παρατήρησα ότι το μωσαϊκό του κόσμου ήταν διαφορετικό σε σχέση με πριν, αποτελούμενο κυρίως από νεολαίους (αρκετά indie τυπάκια) συν βέβαια όλο το υπόλοιπο ηλικιακό φάσμα (περίοπτη - κραυγαλέα θέση κατείχε πάντα και το ’’Χριστοδουλικό’’ κοινό). Όσον αφορά τις συζητήσεις του κόσμου που έφταναν στ’ αυτιά μου, ήταν πάνω κάτω καφενειακού επιπέδου με αρκετή δόση χαβαλέ (και πεσίματος από τους νεανίες προς τις ξέμπουτες νεαρές αγανακτισμένες). Κάποια στιγμή βλέπω τον αγανακτισμένο λαό να στρέφει το βλέμμα του προς τα πολυτελή ξενοδοχεία της πλατείας (Μεγάλη Βρετανία, King George και σία) και να αρχίζει να αποδοκιμάζει τους ένοικους που χάζευαν από τα μπαλκόνια. Εκεί ήταν πια που για μένα είχε φτάσει ο κόμπος στο χτένι. Είχα σχηματίσει την άποψη μου.
Σχεδόν μετά από μισή ώρα κατάφερα να περάσω τον κύριο όγκο των αγανακτισμένων, και χρειάστηκα άλλα δέκα λεπτά περίπου για να φτάσω Ομόνοια, να πάρω το σαράβαλο μου και να ξεκουμπιστώ.
Συγχωρείστε με αν ο τόνος του κειμένου ως τώρα ήταν κάπως ειρωνικός. Ήθελα να γράψω για το κίνημα των αγανακτισμένων μέρες, αλλά σήμερα πήρα την κατάλληλη πάσα και ώθηση για να κατασταλάξω όσο γίνεται σε κάποια συμπεράσματα. Καταρχάς, αν δεν είχε ξεκινήσει το εν λόγω κίνημα στην Ισπανία, εδώ ακόμα θα κοιμόμασταν. Πες όμως ότι αυτό το παραβλέπουμε και εν πάση περιπτώσει δεν έχει και τόσο σπουδαία σημασία εφόσον τώρα ξυπνήσαμε. Το πρώτο που μου είχε κάνει αρνητική εντύπωση, είναι όταν διάβασα μια μέρα στο διαδίκτυο για κάποιους που είχαν πάει με κόκκινες σημαίες στο Σύνταγμα (αριστερού κόμματος) για να διαδηλώσουν μαζί με τους αγανακτισμένους και αποδοκιμάστηκαν από το υπόλοιπο ακομμάτιστο πλήθος. Γιατί και σε τελική ανάλυση ποιοι είναι αυτοί που θα απαγορεύσουν στον καθένα να κατέβει να διαδηλώσει ειρηνικά από όποιο χώρο και αν προέρχεται, είχα σκεφτεί τότε μέσα μου. Που ήταν οι αγανακτισμένοι και τι ψήφιζαν (όσοι μπορούσαν) στα χρόνια της πλαστής ευημερίας της Ελλάδας; Μη μου πείτε ότι όλοι δεν ψήφιζαν κανέναν; Αυτό φυσικά δεν τους αφαιρεί το δικαίωμα σήμερα να δηλώνουν αγανακτισμένοι αλλά ας κάνουν και λιγάκι την αυτοκριτική τους. Έγιναν άραγε εν μία νυκτί όλοι παρθένες περιστερές που σήμερα τολμάνε και απαγορεύουν στον χ τύπο με την πράσινη, κόκκινη, πουά σημαιούλα να διαδηλώσει; Δεν έχει λοιπόν κανένας μα κανένας το δικαίωμα να απαγορεύσει στον οποιοδήποτε το οτιδήποτε από όποιο σκατά χώρο και αν προέρχεται. Σημασία έχει το τελικό αποτέλεσμα και ο σκοπός αγιάζει τα μέσα δεν λένε; Τώρα άλλωστε είναι η κατάλληλη στιγμή που πρέπει να υπάρξει ομόνοια και αλληλεγγύη μεταξύ των Ελλήνων και να σταματήσει επιτέλους ο διχασμός που μας πάει συνέχεια προς τα πίσω.
Από την άλλη θέλω να θέσω μερικά ρητορικά ερωτήματα. Αν εγώ ήμουν Αλβανός που έμενα στην Αθήνα και μάζευα καμιά δεκαριά ομοεθνείς φίλους μου για να διαδηλώσουμε στο Σύνταγμα μαζί με τους Έλληνες αγανακτισμένους (γιατί και γώ στον ίδιο τόπο μένω και τραβάω τα ίδια λούκια με τους Έλληνες) και κάποια στιγμή σήκωνα μια Αλβανική σημαία (παρεμπιπτώντος κυκλοφορούν πολλές σημαίες μεταξύ των οποίων ισπανικές, πορτογαλικές και άλλες) στον αέρα τι θα γινόταν άραγε; Αν αντί για τους Αλβανούς ήταν Πακιστανοί ή Αφγανοί μετανάστες τι θα γινόταν; Επίσης τι δείχνει για το επίπεδο και την ωριμότητα των αγανακτισμένων το γεγονός ότι αποδοκίμαζαν τους ένοικους (ευκατάστατους τουρίστες - ξένους το πιθανότερο) των πολυτελών ξενοδοχείων; Αν σήμερα έπαιρνα τηλέφωνο τον ψ νεαρό διαδηλωτή και του πρόσφερα μια καλοπληρωμένη δουλειά με καλές συνθήκες εργασίας, θα ξανακατέβαινε να διαδηλώσει στο Σύνταγμα μετά από κάποιο διάστημα όντας πλέον εργαζόμενος (και εφόσον επικρατούσαν οι ίδιες συνθήκες στην Ελλάδα); Αν έβγαινε κάποιος της κυβέρνησης και μοίραζε επιταγές των 1000 € στους διαδηλωτές με αντάλλαγμα να μην ξανακατέβουν στους δρόμους πόσοι θα το δεχόντουσαν; Τι λείπει επί της ουσίας στον μέσο Έλληνα, η ελπίδα για μια πιο δίκαιη, πιο ανθρώπινη, πιο ευρωπαϊκή Ελλάδα ή το χρήμα; Πόσοι από τους αγανακτισμένους θα ήταν διατεθειμένοι να απεργήσουν από την εργασία τους στον ιδιωτικό τομέα, με όποιο κόστος εμπεριέχει αυτό, για να κατέβουν ένα πρωινό στο Σύνταγμα και όχι στις 6 το απόγευμα; Ειλικρινά πόσοι νομίζουν ότι με την ειρηνική κίνηση των αγανακτισμένων θα ιδρώσει το αυτί του συστήματος και θα αλλάξει κάτι; Στο τελευταίο θα απαντήσω και τέλος με τα ρητορικά ερωτήματα. Τίποτα δεν θα αλλάξει και ίσα ίσα που απ’ ότι είδα δουλεύουν και οι καφετέριες, περίπτερα, μπαρ κτλ πέριξ της περιοχής (μαζί με καστανάδες, γριομαλλιάδες και λοιπούς μικροπωλητές) με τις απογευματινές διαδηλώσεις. Το να κατεβαίνεις λοιπόν ως αγανακτισμένος έχει τη χάρη του σαν μορφή αντίδρασης αλλά συγνώμη, στα μάτια μου είναι κάτι σαν ξενόφερτο trend-μόδα (με ημερομηνία λήξης) και σαν ευκαιρία για καφεδάκι, περίπατο, τσιγαράκι και γκομενολόι (μια που καλοκαίριασε κιόλας) μαζί με τη συγκέντρωση. Άλλωστε μην ξεχνάμε ότι αν δεν το είχαν ξεκινήσει οι Ισπανοί, σήμερα θα συζητούσαμε για το που (δεν) θα πάμε το 3μερο του Αγίου Πνεύματος. Κάποιοι τόλμησαν να παρομοιάσουν τις διαδηλώσεις στις χώρες της Βόρειας Αφρικής με τις δικές μας. Ιεροσυλία. Εκεί οι άνθρωποι κατέβαιναν πρόθυμοι ακόμα και να πεθάνουν για χάρη της αλλαγής. Εδώ σίγουρα όχι. Όσο λοιπόν το σύστημα δεν το πονάς, απλά δεν το ενοχλείς και αυτό συνεχίζει ακάθεκτο τη λειτουργία του και φυσικά δεν αλλάζει. Βέβαια για να το πονέσεις πρέπει να πονέσεις πρώτα εσύ και να είσαι διατεθειμένος να χάσεις πολλά.
Τελειώνοντας θέλω να μας θυμίσω ότι στην Ελλάδα υπάρχει κοινοβουλευτική δημοκρατία είτε μας αρέσει είτε όχι. Πάμε λοιπόν κάθε τέσσερα (ή λιγότερα) χρόνια, ψηφίζουμε και αναδεικνύουμε ένα πρώτο κόμμα το οποίο και κυβερνά (λέμε τώρα). Έτσι λειτουργεί το σύστημα. Από τη μεταπολίτευση και μετά δύο κόμματα έχουμε δει. Δύο. Δεν μπορώ να ακούω λοιπόν ότι όλοι είναι ίδιοι, όσο αληθοφανές και αν φαίνεται αυτό. Στις επόμενες εκλογές, ας φιλοτιμηθούμε και ας κατέβουμε να ρίξουμε μια γαμημένη ψήφο κάπου αλλού εφόσον δεν ανήκουμε στους αδιόρθωτους και μαζοχιστές μπλε-πράσινους ψηφοφόρους. Μέχρι όμως να έρθει εκείνη η στιγμή θέλω να πω στους συμπαθείς κατά τα άλλα αγανακτισμένους ότι καλό θα ήταν την επόμενη φορά που θα κατέβουν στους δρόμους, να κοιτάξουν λίγο μέσα τους, να σκεφτούν ποιοι ήταν, είναι και που πραγματικά θέλουν να πάνε, να κάνουν την αυτοκριτική τους και να σταματήσουν να ανακαλύπτουν εχθρούς. Άλλωστε ο μεγαλύτερος εχθρός (ειδικά του Έλληνα) είναι ο εαυτός του.
Υ.Γ. Φυσικά από το παραπάνω κείμενο εξαιρούνται οι ευσυνείδητοι αγανακτισμένοι που θέλω να πιστεύω ότι είναι αρκετοί.