Τρίτη 31 Δεκεμβρίου 2013

Πηδώντας (σ)το χρόνο



Πέρυσι τέτοια μέρα ανασκολοπεύαμε. Φέτος που είμαστε (ξανά) χορτασμένοι από σκατά θα κάνουμε κάτι άλλο: Θα κοιτάξουμε ψηλά. Αγαπημένο μου εφημερολόγιο έρχεται η ανάπτυξη. Τα χρόνια περνάνε ναι, το 2013 έφυγε ναι, γίναμε φτωχότεροι ναι, η ανάπτυξη όμως θα έρθει για όλους μας. Διακρίσεις δεν κάνει. Ρατσισμοί δεν χωράνε μαζί της. Όλους τους βολεύει. Ας πιαστούμε λοιπόν όλοι από τους ώμους και ας στρέψουμε το βλέμμα προς τον ουρανό. Στο δικό μου μυαλό βέβαια η ανάπτυξη έρχεται σαν τα βρέφη. Τη φέρνει ο πελαργός. Οπότε σταθερά το βλέμμα ψηλά αναγνώστη για να εντοπίσουμε το πτηνό. Τώρα μη με ρωτάς αν θα έρθει από τη Δύση ή την Ανατολή, το Βορρά ή το Νότο. Σημασία έχει να την εντοπίσουμε και μόλις γίνει αυτό να βγάλουμε τα δίκαννα και να την πάρουμε φαλάγγι. Κατευθείαν στο ψαχνό. Επίσης δεν μπορώ να εγγυηθώ για τη μορφή της. Αλλά μιας και είναι μέρες γιορτής και ανταλλαγής δώρων και σωματικών υγρών, ας διαμορφώσει ο καθένας ελεύθερα το δικό του πρότυπο ανάπτυξης και ας το ζητήσει από τον Άι Βασίλη. Ξανθό, μελαχρινό, χυμώδες, ανάπηρο, με ψυχολογικά, όλα μέσα. Και όταν πια νεκρός ή ακόμα καλύτερα ημιθανής προσγειωθεί ο πελαργός μαζί με την ανάπτυξη στην ξηρά ή και στη θάλασσα αν προτιμάται (και είστε του υγρού στοιχείου), ας στήσουμε γύρω του ένα πάρτι τρικούβερτο, πάρτι αξέχαστο, πάρτι κανιβαλισμού, πάρτι στον 13ο όροφο. Να τεμαχίσουμε το πουλί, να βιάσουμε την ανάπτυξη, να φάμε τις σάρκες μας, να ξεσκιστούμε, να νιώσουμε λίγο άνθρωποι, λίγο κτήνη, να αγκαλιαστούμε, να αγαπηθούμε, να γαμηθούμε, να αφήσουμε τα κοκαλάκια μας σε τόπο χλοερό, σε γη επαγγελίας. Ο Θεός μας βλέπει και μας αγαπάει και ας του φάγαμε ζωντανό το Θείο δώρο του, τη Θεία ανάπτυξη. Άλλωστε πάντα αχάριστοι ήμασταν μαζί του. Αυτός να χαρίζει απλόχερα και μεις σταθερά να προτιμάμε τον άλλον τον τύπο τον κόκκινο με τα κέρατα που μένει στα υπόγεια. Είναι πάντα εκεί ψηλά όμως να μας κοιτά και να τον κοιτάμε αγαπημένε αναγνώστη πιασμένοι πάντα από τους ώμους σαν αδέρφια αχώριστα και να μας δίνει χρόνια για να προχωράμε μπροστά και να αλλάζουμε και να μένουμε πάντα εκεί, πάντα ίδιοι, στήνοντας κι άλλα πάρτι, κι άλλες φιέστες, τρώγοντας νεκρούς και, ζωντανούς, εμάς τους ίδιους, ό,τι μπορεί να φαγωθεί, και έπειτα με την αυγή του νέου χρόνου, ας τα χωνέψουμε όλα γιατί όλα χωνεύονται, όλα, και πάνε παρακάτω, χαμηλά, στον πάτο του στομαχιού, της καρδιάς, της ίδιας μας της ύπαρξης, της ζωής. Μιας ζωής που μετράται πρωτίστως σε χρόνια, χρόνια πολλά, χρόνια λίγα, 2013 χρόνια μετά Χριστόν. Και μεις όμως ακόμα εδώ αγαπημένο μου εφημερολόγιο, πάντα εδώ, με φανερά λιγότερη παρουσία, σοβαρότητα και ελπίδα μεν αλλά με περισσότερο χαμόγελο, στύση και μουσική δε. Πέφτει το χιόνι απαλά,λα,λα,λα,λα,λα.....
Καλή χρονιά λοιπόν. Γέλασε κανείς;



Τρίτη 26 Νοεμβρίου 2013

Χορηγός στα όνειρα μου



Η σιωπή είναι χρυσός. Η σιωπή είναι μια αξεπέραστη απάντηση. Η σιωπή είναι το πλέον ακαταμάχητο επιχείρημα. Η σιωπή είναι το στολίδι του σοφού και το προσωπείο του βλάκα και τέλος ή πρέπει να σιωπήσεις έλεγε ο Πλάτωνας ή να πεις κάτι καλύτερο από τη σιωπή. Σε αυτό το τελευταίο το Πλατωνικό θα δώσουμε έμφαση αγαπημένο μου εφημερολόγιο αλλά όταν με βλέπω στα όνειρα μου να περιφέρομαι με ένα κεσέ γιαούρτι (παραδοσιακό με πέτσα) στο αριστερό μου χέρι (τυχαίο;), στους δρόμους των Αθηνών και της Νέας Υόρκης (πότε στη μία πότε στην άλλη), όσο να ναι προβληματίζομαι. Ποιος ο συμβολισμός της γιαούρτης λοιπόν; Τι ψάχνω ή τι κάνω στους πέντε δρόμους αγαπημένε αναγνώστη; Τι παιχνίδια μου παίζει το υποσυνείδητο; Μήπως πεινάω στον ύπνο μου; Μήπως θέλω να προσφέρω την τροφή μου σε κάποιον; Ίσως πάλι να ψάχνω εκείνον που θα του πετάξω το έδεσμα στα μούτρα ή ακόμα ακόμα να θέλω κατά βάθος να περιγελάσω τον εαυτό μου τον ίδιο λούζοντας με με αυτό που κρατώ. Και αν τελικά απλά κάποιος άλλος μου είχε προσφέρει νωρίτερα το γιαούρτι στο χέρι τότε τι; Καταρρέουν όλα τα παραπάνω; Και γιατί σε εμένα; Και γιατί στη Νέα Υόρκη στο κάτω κάτω αφού ποτέ δεν μου άρεσε (σου άρεσαν άλλα πράγματα όμως εκεί βλάκα, πάψε - μπουχαχα);  Επιστρέφω όμως στα περί σιωπής και να πω απλά ότι ναι, δεν έχω να πω κάτι καλύτερο από τη σιωπή. Τίποτα. Nothing. Niente. Μούγκα. That's all. Ποιος εγώ; Ο άλλος; Ο ευεργέτης μου ο μεγάλος;
Αμφιβάλλω αγαπημένο μου εφημερολόγιο για όλα εκείνα που θα 'ρθουν όταν άλλα περίμενα και άλλα ήλπιζα κάποτε. Και μπορώντας βέβαια να τα αλλάξω αμφιβάλλω ακόμα περισσότερο. Για μένα πιο πολύ. Όχι για τους άλλους. Οι άλλοι έχουν τα δικά τους blog άλλωστε για να αυτοθεραπευτούν. Ο καθείς από το δικό του μετερίζι. Και λέγοντας μετερίζι αγαπημένε αναγνώστη μου 'ρθε στο νου το ρύζι. Ρύζι, ρυζόγαλο, γιαούρτη (είναι και κοντά στα ράφια των σούπερ μάρκετ άλλωστε).  Να σου το μετερίζι λοιπόν που μου φέρνει ξανά στο μυαλό εκείνη τη μερίδα γιαούρτης που κρατούσα στο αριστερό μου το χέρι και περιδιάβαινα τους δρόμους της Νέας Υόρκης σαν ζητιάνος (η Αθήνα πάει μας τέλειωσε). Α ναι δεν σας το είπα. Το αριστερό μου χέρι ήταν τεταμένο. Ζητιάνος σε ξένο τόπο, σε τόπο μακρινό. Ζητιάνος με τροφή στο χέρι και μπόλικη στην ψυχή. Ζητιάνος σιωπηλός με γιαούρτι. Αυτό είμαι. Αυτό είναι. Φοβάμαι τη μέρα που ο εν λόγω ζητιάνος θα μου χτυπήσει την πόρτα και θα πρέπει να τον αντικρίσω. Και τότε τι; Τον πιάνεις από το ελεύθερο χέρι στοργικά (το δεξί) και ξεκινάτε μαζί μια μεγάλη βόλτα. Μια βόλτα δίχως γυρισμό. Σιωπηλή. Με συντροφιά σας πάντα ένα γιαούρτι.

Κυριακή 6 Οκτωβρίου 2013

Η μάστιγα των πουλιών




Αγαπημένο μου εφημερολόγιο ξέρεις πως ανέκαθεν αναζητούσαμε στο χρόνο μας και στο χώρο μας (εδώ δηλαδή) ποιοτικό υλικό. Αυτό που δηλαδή θα αύξανε τα views κατά χιλιάδες. Άλλωστε πάντα μας ενδιέφεραν τι λέγαν οι άλλοι για μας ε; Και μιας και οι μέρες που διάγουμε είναι ταραχώδεις και ο ρόλος των blogger είναι αν μη τι άλλο σημαντικός για τα κοινωνικά δρώμενα, ένα πατημένο πουλί ήρθε σήμερα να με ταρακουνήσει και να με βάλει στον σωστό το δρόμο, εκείνον της αφύπνισης και του προβληματισμού. Είναι γνωστό βέβαια ότι το πουλί ή τα πουλιά αν προτιμάτε, υπήρξαν πάντα ο ακρογωνιαίος λίθος της ελληνικής κουλτούρας και διανόησης και φυσικά δεν χωράει συζήτηση πως και για μας εδώ αυτό (το πουλί δηλαδή) ήταν ανέκαθεν η κινητήριος δύναμη, η ατμομηχανή μας, η πεμπτουσία μας, η καταστροφή μας, άρα και η λύτρωση μας. Κατηφορίζοντας λοιπόν την Ιπποκράτους και βλέποντας ένα περιστέρι (κατ' άλλους δεκαοχτούρα - μεγάλο ζήτημα η διάκριση των δύο - θα το αναλύσουμε ίσως κάποτε σε άλλη συνεδρία μας) σε κατάσταση χαλκομανίας στο οδόστρωμα (dead bird κατά τα κοινώς λεγόμενα), σκέφτηκα (αποφάσισα δηλαδή) πως στο all time classic πάνθεον των on the road πατημένων ζώων μπορεί επάξια να μπει πλέον και το εν λόγω πτηνό. Βέβαια το ζήτημα δεν είναι να προσθέσουμε άλλο ένα ζώο στη παραπάνω συλλογή αλλά να αναρωτηθούμε και να προβληματιστούμε όλες μαζί (με το μυαλό μας ανοιχτό πάντα) για το τι ήταν αυτό που οδήγησε σταδιακά τα Αθηναϊκά περιστέρια (μαζί με τα υπόλοιπα αντρικά μόρια) στη σταδιακή τους πτώση και εν τέλει κατάρρευση - αποτύπωση στο Αθηναϊκό (και Ελλαδικό γιατί όχι) οδόστρωμα. Μην είναι η ατμοσφαιρική ρύπανση που τα υπνώτισε; Μην είναι οι αεροψεκασμοί; Μην είναι οι υπερβολικές ταχύτητες που αναπτύσσουν οι οδηγοί; Μην έχουν τα δύσμοιρα τα πουλάκια τάσεις αυτοκτονίας; Μη δεν βλέπουν καλά; Μην έχει πρόβλημα το πτητικό τους σύστημα; Μη μου τη λήθη τάρατε; Όχι, όχι, όχι. Τίποτα από τα παραπάνω. Άλλωστε ο καλός Θεούλης τα πάντα εν σοφία εποίησε και τα πάντα είχε προβλέψει. Το πρόβλημα δεν είναι οργανικό, μήτε μηχανικό, μήτε ατμοσφαιρικό αλλά πρωτίστως ηθικό και βαθιά κοινωνικό. Τα περιστέρια λοιπόν, σαν μέρος και εκείνα του ευρύτερου οικοσυστήματος και δη του ελληνικού, έχουν αφομοιώσει πλήρως το κλίμα της εποχής και έχουν γίνει ένα με τον Έλληνα συντοπίτη τους: Φυτά. Σε πλήρη αποχαύνωση. Τόσο που αν είχαν λαλιά θα ζητούσαν από τους ανθρώπους έναν καναπέ για να κάτσουν, μια τηλεόραση για να χαζέψουν (περισσότερο), ένα φραπέ για να πιουν και ένα τσιγάρο για να καπνίσουν (αν και το τελευταίο το βρίσκω θεμιτό - και τα πουλιά έχουν δικαίωμα στην απόλαυση). Βέβαια εδώ που τα λέμε, για κάποιους ο αιώνιος ύπνος (γνωστός και ως θάνατος) είναι μια λύτρωση, για να μην πω ευχαρίστηση. Αν λοιπόν κάποτε συναντήσετε ένα περιστέρι στο δρόμο, μη διστάσετε. Οπλιστείτε με θάρρος και ρωτήστε το. Τι να ρωτήσετε; Το σύνηθες φυσικά. Ό,τι θα ρωτούσατε και τον κολλητό σας στο τηλέφωνο. Τι κάνεις; Και τότε δώστε μεγάλη βάση στην απάντηση. Αν το πτηνό σας απαντήσει καλά καλά τότε ναι, υπάρχει θέμα. Το πτηνό απαντάει σαν εμάς. Άρα έχει πρόβλημα και όλα τα παραπάνω ισχύουν. Αν τώρα σας απαντήσει δεκαοχτώ, δεκαοχτώ, τότε θα έχετε πέσει σε πουλί που ξέρει ακόμα τι του γίνεται. Νιώθει ακόμα αλλά και συμπεριφέρεται (behaves) σαν πουλί δηλαδή. Σε αυτή την περίπτωση προσπαθήστε να το πιάσετε και να το φυλακίσετε. Τέτοια ζώα θα σπανίζουν στο μέλλον και θα αποτελούν κακό παράδειγμα για τα υπόλοιπα. Πρέπει να φιμωθούν και γιατί όχι να βαλσαμωθούν. Υπάρχει βέβαια και μια τελευταία περίπτωση σε αυτή την υποτιθέμενη στιχομυθία μεταξύ πουλιού και ανθρώπου και συγκεκριμένα η πιθανότητα να μη λάβετε καμία απάντηση. Οπότε αν το πτηνό σας γυρίσει επιδεικτικά την πλάτη, ανοίξει τα φτερά του, απογειωθεί και φεύγοντας σας ρίξει και μια juicy κουτσουλιά (χέσιμο), παραμείνετε ψύχραιμοι, μη σκουπιστείτε και τρέξτε γρήγορα στον πρώτο καθρέπτη που θα βρείτε μπροστά σας. Κοιταχτείτε για λίγο και αναρωτηθείτε: Πότε ήταν η τελευταία φορά που φάγατε σκατά σε αυτόν τον κόσμο; Αν στο στόμα σας υπάρχει ακόμα νωπή η γεύση του σκατού, να είστε σίγουροι πως στο επόμενο στενό θα δείτε το περιστέρι σας να κείτεται πατημένο καταμεσής του δρόμου και μια γάτα λίγο παραπέρα να αναρωτιέται: δεκαοχτώ, δεκαοχτώ (;)

Τρίτη 27 Αυγούστου 2013

Μαντίλι




Oh yes, i'm the great pretender (τραγουδιστά)! Oh yes και πονάει το αυτί μου (αλά Platters επίσης)! Πως άλλαξαν τα πράγματα έτσι αγαπημένο μου εφημερολόγιο; Κάποτε τρώγαμε και 5 γκομενάκια στην καθισιά μας κατά τη διάρκεια των διακοπών (σε μια μέρα ε;) και τώρα τρώμε πίτσες, σουβλάκια και γυρνάμε με το τσαντάκι γεμάτο αντιβιώσεις και φάρμακα εν γένει. Έτσι είναι τα 30; Και πότε μετακομίσαμε θυμάσαι; Θυμάσαι τον πάγο μας να λιώνει στο ουίσκι και τα πληκτρολόγια να παίρνουν φωτιά; Και να τρέχει το μυαλό μας προς Δύση μεριά ε; Και τώρα τι; Γιατί δεν γράφεις; Γιατί παίρνεις αντιβίωση; Που πήγε το όνειρο; Που πήγε εκείνη; Που πήγες εσύ; Που πάει το σπίτι σου; Που πάει το Κόμμα; Που πάει η ανθρωπότητα; Και συ τι κάνεις; Ακόμα καθισμένος στην καρέκλα σου να τα λες στον εαυτό σου; Σήκω πάνω! Σήκωσε το λάβαρο της επαναστάσεως! Τι περιμένεις; Τελειώνει ο χρόνος σου! Λίγες μέρες έμειναν Μεγάλε Pretender! And after πάει το πτηνό πέταξε away! Αν και τώρα που το ξανασκέφτομαι ο Great Pretender δεν είναι τόσο Great ούτε καν τόσο Pretender. Η ομαδική μας ψυχοθεραπεία απέδωσε καρπούς τελικά 3 χρόνια σχεδόν τώρα. Και τσάμπα ε; Free! Πλέον όμως έχεις άλλες σκοτούρες στο κεφάλι σου. Έρχονται οι μεγάλες αλλαγές. Are you ready? Oh yes you are. Or you think you are. Ok fuck it. Whatever will be, will be. Μην πετάξεις το όνειρο όμως ε! Πρόσεχε. Το χεις καιρό στο μυαλό σου. Εγώ θα λεγα πως είναι σχεδόν έτοιμο. Ξέρω και πως θα αρχίζει. Εσύ ξέρεις πως θα τελειώνει; Και πότε ήξερες θα μου πεις.. Τι πιο τίμιο τώρα που φεύγεις και αποχαιρετάς το μεταβατικό σου χώρο να κάνεις την αρχή εδώ. Εδώ που μπόλιασε η ιδέα. Αλλού ξεκίνησε, εδώ μπόλιασε και κει που πας θα ολοκληρωθεί. Ω τι πιο συγκινητικό θεέ μου! Μαζί θα τα καταφέρουμε. Μη σε σταματήσει κανείς. Μη το βάλεις κάτω. Σπίτι μου σπιτάκι μου λοιπόν σε αφήνω. Πάω αλλού. Κοντά σου θα είμαι και να ξέρεις πως δεν θα σε ξεχάσω ποτέ. Σε αφήνω στον επόμενο. Λίγο απότομα, το ξέρω μα είμαι σίγουρος πως με νιώθεις. Τι στο διάολο, με έμαθες πια. Και τώρα θα με ξεμάθεις. Όχι άλλα δάκρυα. Εγώ όμως θα σου αποτίσω φόρο τιμής και κάποτε θα λένε ''να εδώ έμενε ο συγγραφεύς όταν ξεκινούσε το μεγάλο του έργο''. Που ξέρεις ίσως κάποτε σε κάνουν και μουσείο.

Oh yes, i'm the great pretender
Pretending that i'm doing well
My need is such i pretend too much
I'm lonely but no one can tell.
(and i like it)

Κεφάλαιο 1ο - Στον ουρανό

- Μα να πάω από πνιγμό ρε φίλε; Και δη από μακαρόνια (τι δη του λέω ο μαλάκας θα με περάσει για κουλτουριάρη ακόμα δεν πάτησα το πόδι μου); Το πιστεύεις;
Ο ''φίλος'' κοίταζε τον διπλανό του με μια έκφραση περιέργειας. Σαν να είχε εστιάσει περισσότερο στα δόντια του νέου επισκέπτη παρά στην ομιλία του.

To be continued...






Τετάρτη 3 Ιουλίου 2013

Το κερασάκι στην τούρτα



Και εκείνος συνέχιζε να ονειρεύεται πάνω σε βάρκα δεμένη στο λιμάνι. Τι κι αν η βάρκα έμενε στάσιμη; Το μυαλό, ναι το μυαλό δεν έπαψε ούτε στιγμή να ταξιδεύει...



Λίγο η βαρεμάρα, λίγο η έλλειψη χρόνου, λίγο η ακαταλληλότητα των στιγμών, λίγο και ο Μάνος σήμερα που ήρθε να ταράξει τα λιμνάζοντα νερά και να 'μαστε τελικά πάλι εδώ κουβαλώντας και έναν επιπλέον χρόνο στο καβούκι μας. Η σταρ θα είναι πάντα σταρ όσα χρόνια κι αν περάσουν. Και ο Μάνος, ο Μάνος έκανε την πλάκα του τελικά. Το πιο τίμιο και σοβαρό που θα μπορούσε κανείς μας να κάνει σε τούτο το μάταιο κόσμο. Την πλάκα του έκανε γι' αυτό και πολλοί τον ζήλεψαν και δεν του το συγχώρεσαν ποτέ. Γιατί η πλάκα είναι ζωή κι η ζωή είναι αφόρητα (κάποιες φορές) κωμική. Η ζωή είναι τέχνη. Ή τουλάχιστον θα έπρεπε να είναι έτσι. Και γω αγαπημένο μου εφημερολόγιο για τραβεστί ήθελα να γράψω αν θυμάμαι καλά την τελευταία φορά, δηλαδή για την ακρίβεια ήθελα να ρθω εδώ και να μας πω ότι ''ήμαστε όλες τραβεστί'' επηρεασμένος γαρ από ένα φυλλάδιο που έπεσε τυχαία στα χέρια μου και απεικόνιζε την (γριά και άρρωστη πλέον) τραβεστί Αλόμα σε παλιές δόξες της. Η αλήθεια είναι πως αυτό το ''σε παλιές δόξες της'' με συγκίνησε κάπως, αναλογιζόμενος ότι και ο εφημερολόγος δηλώνει πως υπήρξε μεγάλη σταρ στα νιάτα της. Πολύ πριν τα 30 δηλαδή. Ο Μάνος τι θα λεγε όμως σήμερα για όλες και όλους εμάς, σταρ και μη σταρ, πρώην και νυν, εφήμερους και μελλοντικούς, εραστές και παρθένους, στις παλιές μας δόξες αλλά και σε κείνες που θα ρθουν; Μάλλον κουράδες αρμενιστές θα μας χαρακτήριζε αλλά προσωπικά θα προτιμούσα να ήμουν κουράδα μεν λίγο πιο ανάλαφρη από τις υπόλοιπες δε για να μπορούσα να αλλάζω ρότες πιο εύκολα. Κάτι είναι και αυτό. Στον αστερισμό του Μάνου η ελευθερία κινήσεων είναι προτέρημα. Ακόμα και για μια κουράδα. Ελευθερία κινήσεων στον ελεύθερο κόσμο του Μάνου. Έχοντας κλείσει τα 30 θυμήθηκα λοιπόν πως και γω την πλάκα μου κάνω εδώ. Θυμήθηκα και θυμάμαι έτσι πως ζω (και έτσι ζω). Και αν η ψυχή βγάζει ποδάρια και φτερά και φεύγει, φεύγει μακριά, γιατί να μην μπορεί να πράξει το ίδιο και μια κουράδα; Να φύγει και να πάει που όμως; (Με φωνή Μάνου τώρα): Να αλλάξει μέρη, εικόνες και παραστάσεις. Να πάει σε τόπους που δεν θα τη γνωρίζουν. Ξένη μεταξύ ξένων. Να μπορέσει να ξαναγεννηθεί. Να γνωρίσει ξανά τον εαυτό της. Να μη της λέει πια κανείς πως είναι κουράδα. Να σκοτώσει τις μνήμες της. Τις οσμές της. Το παρελθόν της. Μια νέα οντότητα να δημιουργηθεί. Απηλλαγμένη από το ρυπαρό και ανούσιο. Μόνο έτσι θα αλλάξει η Ελλάδα. Θα αλλάξει ο κόσμος. Μάνο εσύ;



Δευτέρα 22 Απριλίου 2013

No meaning




Αλήθεια, πως γίνεται να νοσταλγείς κάτι το οποίο δεν έχεις ακόμα ζήσει; Μήπως είναι και αυτό ένα από τα πολλά προσόντα μας αγαπημένε αναγνώστη; Η προκαταβολική νοσταλγία;Στοπ.

Η συγγραφή υπό το καθεστώς απόλυτης μοναξιάς (και ψημένης ρακής από πέρυσι) έχει άλλη χάρη και πάντα ειδικό βάρος. Είναι ελεύθερη ή αν προτιμάται απελευθ-ερωμένη. Έχει πετάξει από πάνω της το πέπλο του καθωσπρεπισμού και ξανά προς τη δόξα τραβά. Αγαπημένο μου εφημερολόγιο ο κόσμος προχωρά με γρήγορους ρυθμούς. Εγώ περπατάω γρήγορα στο δρόμο για να προλάβω τον κόσμο. Ελάχιστοι θέλουν να μένουν πίσω. Θα χαρακτηριστούν από τους μπροστινούς ως οπισθοδρομικοί. Δηλαδή ρομαντικοί. Σαν τώρα μου ρχεται στο μυαλό η μέρα που ξεκίνησα τη συγγραφή των μυθιστορηματικών απομνημονευμάτων μου που ήταν καθ' όλα παραδοσιακή με μολύβι και χαρτί. Μέρα αποκάλυψης. Βέβαια, όχι πως ξεκίνησα να γράφω τον 19ο αιώνα αλλά τα ένστικτα, εκείνα τα ένστικτα που καθοδηγούν ψυχή τε και πουλί (ως μέρος του σώματι) μας οδήγησαν αβίαστα (τότε) στο να πέσουμε με τα μούτρα ωσάν λυσσασμένα και πεινασμένα κοπρόσκυλα στο πρώτο τετράδιο που βρέθηκε μπροστά μας για να αποτυπώσουμε τα σμπαραλιασμένα από ζωή, έρωτα, οργή και πόνο ενδότερα μας. Τα ένστικτα παραμένουν για όλους μας το ίδιο ζωντανά, το ίδιο ύπουλα, το ίδιο πιεστικά, το ίδιο αθώα (ω ναι) όπως τότε. Παλιά. Πολύ παλιά αν θέλετε. Από την πρώτη μέρα. Ο κόσμος προχωράει γρήγορα προανέφερα και μέχρι πριν λίγο καιρό πίστευα πως ο κόσμος μας οδεύει στραβά, πορεύεται λαθεμένα, έχει χάσει τον προσανατολισμό του. Μαλακίες. Μαλακίες στο τετράγωνο. Ο κόσμος πάει ολοταχώς κατά διαόλου γιατί εκεί ακριβώς πρέπει να τερματίσει. Αυτός ήταν ο προορισμός του εξ αρχής. Ο δημιουργός τα πάντα εν σοφία εποίησε. Ο άνθρωπος. Ναι ο άνθρωπος που γεννιέται αγνός, άγραφο καθάριο χαρτί και μουτζουρώνεται, μουτζουρώνεται, αρχίζει και μαυρίζει, καμιά φορά αλλάζει ολότελα χρώμα αλλά ολόλευκος, καθάριος όπως τότε δεν μένει ποτέ. Κόσμος και άνθρωπος. Ο δεύτερος ορίζει τον πρώτο. Μαζί κατά διαόλου. Ο δημιουργός το καθήκον του. Ποιος θα του ρίξει το φταίξιμο; Ποιος θα τολμήσει; Ποιος; Εγώ; Εσύ μήπως αγαπημένε αναγνώστη; Δοκίμασες; Δεν τον νοιάζει. Πες ό,τι θες για πάρτη του. Πριν το πεις το ξέρει ήδη. Οπότε άδικος κόπος. Πες το στον εαυτό σου αν θες να το ακούσει καλά. Εγώ τα είπα μία, θα τα ξαναπώ και δεύτερη, θα τα ξαναπώ και τρίτη και νιοστή. Μόνοι μας ήμαστε. Έχουμε όλο το χρόνο. Και η αγάπη; Που την πας την αγάπη; Δεν θα σώσει τον κόσμο η αγάπη; Την αγάπη ποιος θα την σώσει μου λες; Η αγάπη. Η αγάπη απελευθερώνει. Ναι είναι αλήθεια. Οτιδήποτε δίνεις σε απελευθερώνει. Να δίνεις και να μην παίρνεις. Τι δύσκολο πράγμα ε; Θέλει αρχίδια. Να θέλεις να δώσεις λέει και να μη μπορείς. Αυτό ναι αγαπημένο μου εφημερολόγιο, είναι δράμα. Το ξέρω καλά. Το έχω νιώσει. Το νιώθω ακόμα στο πετσί μου δηλαδή. Το χουμε νιώσει μαζί εδώ. Σε σένα τα λέω και τώρα. Πάντα και για πάντα. Το ακούω πολύ τελευταία σε μια διαφήμιση. Τα καλά πράγματα κρατάνε για πάντα. Και δώστου το πιάνο το μελοδραματικό να παίζει από πίσω και να κάνει μεγαλύτερη ακόμα την απάτη. Μας εξαπάτησαν φίλε αναγνώστη. Εντελώς. Κανείς δεν μας ρώτησε. Τώρα είναι αργά. Από τη πρώτη στιγμή ήταν αργά δηλαδή. Εντάξει, ούτε εκείνους τους είχε ρωτήσει κανείς βέβαια γι' αυτό και δικαιωματικά έχουν το δικαίωμα στη διαιώνιση του ''λάθους''. Ευτυχώς δε λες που δεν ζούμε για πάντα γιατί θα μας θεωρούσαν και μας καλούς. Και φαντάσου πως ήμαστε τόσο καλοί για τον ακριβώς αντίθετο λόγο. Επειδή όλοι μας θα φύγουμε. Ξέροντας το ε; Γάμησε τα. Μ' έχεις νιώσει έτσι; Άστο μη σκοτίζεσαι. Κάνε όπως νομίζεις. Ξέρεις τι λέω πάντα; Σε κανένα μη δίνεις λογαριασμό. Σε κανέναν. Εκτός από την πάρτη σου. Στο τέλος που θα κάνεις το λογαριασμό βάλτα κάτω και δες τα καθαρά. Στη χειρότερη να πεις ναι, ήμουν μαλάκας τελικά. Εντάξει. Εσύ όμως έχεις εσένα και κανέναν άλλο. Αγάπησε τον εαυτό σου. Όσο μπορείς. Μέχρι και οι (psycho)επιστήμονες το λένε έτσι; Και κείνοι πλήρωσαν για να το μάθουν. Εσύ το 'χεις τσάμπα. Στο λέω εγώ τώρα που δεν τα 'χω σπουδάσει αλλά τα ξέρω. Κι από τη μέρα που το κατάλαβα είμαι εδώ για να το μοιράζομαι μαζί σου. Μικρό παιδί σηκώνομαι κάθε φορά από την καρέκλα όποτε σου γράφω. Πρόοδος και μαλακίες. Πάντα τα ίδια σκατά ήμασταν και τότε και τώρα. Κοροιδευόμαστε μεταξύ μας. Ψοφάμε για την κοροϊδία. Να αποκτήσουμε. Να έχουμε κάτι δικό μας. Το δικό μου. Και το δικό σου. Μακριά από το δικό μου. Κάτω τα χέρια σου από το δικό μου. Και μένουμε να καθόμαστε στα δικά μας κοιτώντας ο ένας τον άλλο από απόσταση. Όχι μόνοι μας ε; Πάντα αγκαλιά με τα δικά μας είπαμε. Αιώνια παραδομένοι, αιώνια ξεπουλημένοι, αιώνια πνιγμένοι στα δικά μας. Γι' αυτό σου λέω. Άστα να φύγουν. Άστα. Νομίζουν πως ξέρουν αυτοί αλλά δεν ξέρουν. Μη φοβάσαι. Μη τους φοβάσαι. Όλοι στο διάολο θα καταλήξουμε. Στο τέλος. Στον τερματισμό. Στον παράδεισο. Κάντο ελεύθερος ντε...

Υ.Γ Η ΑΕΚ έπεσε αλλά έπεσε όρθια
Υ.Γ2 Τα παραπάνω πάνε κουτί με το παρακάτω



Τρίτη 26 Φεβρουαρίου 2013

Fuckες gourmet




Ότι θα 'φτανε στιγμή αγαπημένε αναγνώστη, που θα ξεχώριζα τα σακουλάκια με τα εν δυνάμει κατεψυγμένα μπιφτέκια μου, σε ''μπιφτέκια Μπαρμπαρήγου'' και ''μπιφτέκια απλά'', ναι, δεν το φανταζόμουν ποτέ. Φυλετικός διαχωρισμός πλέον και στον κιμά, επηρεασμένος γαρ από τη φρενίτιδα των εκπομπών μαγειρικής και του γκουρμεδομαγειρικού lifestyle εν γένει. 'Ερχεται όμως η Θεία δίκη και πέφτει σαν πέλεκυς - λεπίδα για την ακρίβεια και σου κόβει το δάχτυλο θυμίζοντας σου πως την ώρα που εσύ βάφτιζες τα μπιφτέκια, ένα παιδάκι σε κάποιο γειτονικό σπίτι πεινούσε. Και όταν το παραπάνω παιδάκι το βλέπεις με καρδιά σφιγμένη να μένει και χωρίς κεραμίδι στο κεφάλι, τότε ναι, το κόψιμο ήταν το λιγότερο που μπορούσε να σου συμβεί. Μα τι να έκαμα; Μήπως να έσπαγα τον κουμπαρά - αμάξι μου και να γέμιζα τις ρηχές τσέπες του με τα 2ευρα που με τόση αυταπάρνηση φυλάω για να πάω το Φθινόπωρο του 2013 στο Παρίσι; Εν καιρώ κρίσης; Μα καλά ποιος νομίζεις ότι είμαι ε; Ο Ντόναλντ; Τραμπ;
Καλησπέρα αγαπημένο μου εφημερολόγιο. Καλησπέρα αγαπημένε αναγνώστη. Πρώτη καλησπέρα Ελ Σαλβαδόρ. Καλησπέρα Ντουμπάι (ακόμα σε περιμένω στα στατιστικά μου). Καλησπέρα νεοσσέ εραστή της Δραπετσώνας. Σκεπτόμενος το νεοσσό όμως, ξάφνου ήρθε στο μυαλό μου το πουλί. Πουλάκι ξένο - πουλί καημένο - που τρώει τα σπλάχνα - δεν βγάζω άχνα. Και το άλλο που λέει λαλεί πουλί - παίρνει σπυρί - και η μάνα το ζηλεύει. Θα κλείσω όμως με το μεγάλο χιτ που ακούει στο όνομα το πουλάκι τσίου και θα σταθώ για λίγο. Θα γυρίσω πίσω το βλέμμα πίσω στο 2012 και μετά ακόμα πιο πίσω στο 2011 και θα στα σταματήσω εκεί, στην αρχή των πάντων γιατί αν κοιτάξω ακόμα πιο πίσω θα δω απλώς και μόνο τον κώλο μου (πανταχού παρόν ο πρωκτός). Οπότε μένοντας για λίγο στο 2011 θα κάνω ένα επιτόπιο σάλτο (πορνάλε) και θα ρθω πάλι εδώ, στα σήμερα, στο 2013 και θα παρατηρήσω πως κλείσαμε τα 2000+ views και συγνώμη  αλλά αυτή τη φορά δεν θα το γιορτάσω αγαπημένε αναγνώστη μαζί σου γιατί όντας ολίγο εγκαταλελειμμένο ετούτο το ιστολόγιο θα ήταν φάουλ ή foul όπως θα λεγε και ο αγγλόφωνος (σύντροφος - ή μήπως συντρόφισσα) αναγνώστης. Και τώρα που είπα σύντροφος να μας ενημερώσω ότι το ποτό είναι φτηνό, τίμιο και ρώσικο. Κάποτε σοβιετικό. Εσύ όμως σύντροφε στο Ελ Σαλβαδόρ αλλά και συ νεοσσέ εραστή της Δραπετσώνας (μ' αρέσει να σε αποκαλώ με τον πλήρη τίτλο ευγενείας σου) σκέψου ποια θα ήταν η ύπαρξη σου αλλά και η θέση σου στην ιστορία χωρίς το πουλί. Πουλί που στην πρώτη περίπτωση πέταξε μακριά, πέρασε ζούγκλες και ωκεανούς και στη δεύτερη πετάει τοπικά,  locally δηλαδή αλλά δεν παύει να πετάει, και αυτό έχει τη μεγαλύτερη σημασία. Το δικό μου πάντως σίγησε (σίγησε απόψε το πουλάκι μου) και γι' αυτό αγαπημένο μου εφημερολόγιο μπήκα αποβραδίς κρατώντας τροφή στα χέρια για να σε φιλέψω κάτι μιας και η πνευματική σου τροφή το τελευταίο διάστημα είναι πενιχρή. Πουλιά και ανθρώποι λοιπόν, αιτία και αφορμή, αφορμή και αιτία, φτηνιάρικα αιδοία υποβασταζόμενα σε τρία πόδια, πόδια τσακισμένα, πόδια χρεωμένα και συ, εσύ αυτοθεραπευόμενε νέε έρμαιο της μεγαλομανιακής σου ταπεινότητας. Πιστέ της πίστης σου. Άνθρωπε του κόσμου. Πράξη δίχως κορύφωση. Καταμετρητή της χαμένης νιότης. Πουλάκι ξένο. Πουλί καημένο. Που τρώει τα σπλάχνα. Δεν βγάζω άχνα (και τι να ΄λεγα; Εύκολο το χεις;).
Από φτωχό και από φτηνό μαθαίνεις την αλήθεια. Και ρώσικο. Φιλιά.