Τετάρτη 21 Σεπτεμβρίου 2016

What life




Ένα κλικ (όπως αυτό που κάνει το ποντίκι ή το πληκτρολόγιο ή το κεφάλι μου) και είμαστε πάλι εδώ. Τόσο απλά και άμεσα. Αγαπημένο μου εφημερολόγιο και ανύπαρκτε αναγνώστη πέρασαν 13 μήνες και μαζί τους πέρασαν Χριστούγεννα, Πάσχα(τα), γιορτές, γενέθλια (γίναμε 3 και 3), κυβερνήσεις, περάσαμε και μεις από δω χωρίς να ακουμπήσουμε αλλά να σήμερα που ακουμπάμε. Σήμερα που εκτός από 3 και 3 γίναμε και τρεις. Μια φράση θα με συνοδεύει μέχρι θανάτου, μια φράση που θα την μάθεις από δω ίσως (κάποτε) εκτός αν στην έχω μαρτυρήσω ήδη. Η ζωή εάλω. Οι ζωές όμως όταν δεν αλώνονται, αναλώνονται. Γιατί αγαπητή και εξ αίματος αναγνώστρια θα έχεις ανακαλύψει πως είμαστε αναλώσιμοι. Αν όχι τότε θα σε κατατάξω στους ρομαντικούς (αν προλάβω να το ζήσω). Η φράση κλειδί βέβαια είναι άλλη. Δυο ξένοι. Δυο άγνωστοι. Δυο φράσεις δηλαδή. Ή τρεις τελικά; 3 και 3. Θα την έχουν πει κι άλλοι όμως αυτή τη φράση. Δεν μπορώ να πιστέψω πως είμαι ο μόνος. Ο πρώτος. Μακάρι να ήμουν. Θα ένιωθα τόσο ξεχωριστός. Όπως κάποτε πίστευα πως ήμουν. Ίσως το πιστεύω ακόμα μερικές στιγμές. Ίσως το πιστεύω τώρα. Τότε; Που θα είμαι; Εσύ; Η πρώτη εξ αίματος άγνωστη; Και νυν γνωστή. Ή όχι. Ποιος ξέρει ως τότε. Αυτός εδώ ο τόπος, ο ιστότοπος, κυριολεκτικά αραχνιασμένος; Εφήμερος. Λόγιος. Αγαπημένος, όπως και συ. Η πρώτη άγνωστη αγαπημένη. Τα πρώτα σου λόγια. Τα δικά μου. Η κληρονομιά σου. Αυτή σου έλαχε. Δεν τη διάλεξες. Γι' αυτό τη λένε έτσι. Τυχαίνει. Την κρατάς ή την αφήνεις. Take it or leave it. But live it. 

Υ.Γ. O Γεώργιος είναι 27 χρονών, δίδυμος με ωροσκόπο αιγόκερο, ψηλός, λυγερός, με τέλειες αναλογίες, εκρηκτικό ταμπεραμέντο και στα νιάτα του υπήρξε μεγάλη σταρ. Μεγάλωσε στην Αθήνα και ζει στον κόσμο του. Έχει και παιδί. 

Τρίτη 26 Μαΐου 2015

Ιστός απ' τον ιστό μου





Και να σου λοιπόν που μπαίνω μετά από απουσία μηνών αγκαλιά με τη σκούπα και το ξεσκονόπανο (που πάντα στο νου, μου θύμιζε το μουνόπανο) και βλέπω τον αριθμό των προβολών να έχει σταματήσει στο συμβολικό 3.666. Αγαπημένο και παρατημένο μου εφημερολόγιο κάποτε γράφαμε, κάποτε τα λέγαμε μεταξύ μας μα τώρα να, το βλέπεις και συ πως μονάχα ο κερασφόρος διάβολος απέμεινε να μας διαβάζει, βάζοντας μάλιστα και τη σφραγίδα του (ή ό,τι σε μακρύ διαθέτει τελοσπάντων). Ας είναι λοιπόν. Ένας και κακός μα όλοι οι κακοί χωράνε.Τι να τους κάνεις τους καλούς άλλωστε. Δεν έχουν ενδιαφέρον. Εκτός από εμάς. Γιατί αγαπημένε και άφαντε αναγνώστη, (εσύ από τα παλιά ναι) τι να πούμε πλέον; Άλλα περιμέναμε. Πρώτη φορά αριστερά. Η ελπίδα ήρθε. Και πέθανε. Μας πούλησε και ξεπουλήθηκε. Ίσως και μεις. Αλλά ποιος έχει μείνει για να το μαρτυρήσει αυτό; Εσύ; Εγώ; Ο άλλος; Ας ψαχτούμε λίγο μεταξύ μας να δούμε τι θα βγει. Ας σπρωχτούμε και όπως πέσουμε στην τελική (κατά προτίμηση με τον κώλο). Ούτε αυτό πλέον δεν γίνεται. Παρόλα ταύτα χαίρομαι που μας βρήκα και μας είδα έστω και φευγαλέα. Έστω και μεσημέρι. Λίγο πριν έρθουν τα τριάντα και άλλα δύο. Ήμαστε όλοι καλά. Ημαστε ίδιοι. Ακόμα. Και ας μην ήρθε η επανάσταση. Ακόμα. Και ας περιμένουμε γι΄αυτό το κάτι. Ακόμα. Σ' αγαπάω όμως. Ακόμα. Κυνηγώντας τ' όνειρο. Πόσο ακόμα;


Υ.Γ Ευτυχώς που υπάρχουν και οι φωτογραφίες για να βλέπω εκεί δεξιά πως ο Γεώργιος ήταν κάποτε 27, με περισσότερα μαλλιά από τώρα, ακόμα όμως Δίδυμος με ωροσκόπο Αιγόκερο, ζώντας πάντα στο δικό του κόσμο και θυμίζοντας του πως στα νιάτα του ω ναι, υπήρξε μια μεγάλη σταρ. Ευχαριστώ.


Τρίτη 12 Αυγούστου 2014

Μια ζωή μεζές




Όνομα δεν είχε γιατί ποτέ δεν του είχα δώσει. Ούτε σε εκείνο, ούτε και στα υπόλοιπα έξι του πρώτου εκείνου ψηφιακού ενυδρείου. Του δικού σου ενυδρείου αγαπημένο μου εφημερολόγιο! Ξέχασες; Γιατί όχι. Εδώ θα ξεχάσουμε εμείς σε λίγο τον κωδικό για να μπαίνουμε εδώ μέσα. Τον κωδικό της διαφυγής μας. Αραχνολόγιο έπρεπε να μας λένε. Βέβαια ίσως έτσι έπρεπε να γίνει(ς). Πόσο δράμα και πόση αποτυχία να αντέξει ο άνθρωπος ε; Δεν μένουμε και στην Παλαιστίνη άλλωστε με τις βόμβες να πετάνε πάνω από τα κεφάλια μας. Γιατί αν μέναμε, θα χαμε να γράφουμε μέχρι τη μέρα που η μπόμπα θα σκαγε στο κεφάλι μας και τα μυαλά μας θα σκορπίζονταν στη μάνα γη ως εναλλακτικό λίπασμα. Ό, τι και να 'ταν αυτό που μου ψέλλισε το ψάρι πάντως, ψέματα δεν θα πω, δεν το κατάλαβα. Μου αρκούσε που το ξαναείδα όμως έστω και μέσα από τη γυάλα θυμίζοντας μου τα παλιά. Εμένα σε μια άλλη ζωή. Την ίδια με τη σημερινή. Με άλλους ανθρώπους. Τους ίδιους με σήμερα. Και για να χουμε καλό ερώτημα πιστέ μου αναγνώστη, γι' αυτούς τους άλλους πότε θα γράψουμε δυο λόγια μου λες; Δεν τους αξίζει μια γωνίτσα αναγνώρισης εδώ μέσα; Τελικά είναι πιο δύσκολο να πεις δυο λέξεις για εκείνους που ζεις και αναπνέεις καθημερινά μαζί παρά για εκείνους που έχεις να δεις από την αρχή της κρίσης. Η λησμονιά ως γνωστόν ξυπνάει το μέσα σου και το ανακατώνει, τόσο που αν βουτήξεις στα θυμητικά εντόσθια θα βγεις στον αφρό πασαλειμμένος με μια sauce άμεσης ανάγκης αυτοθεραπείας άρα και δημιουργικότητας που απλά θέλει να εκφραστεί άμεσα. Όχι πως οι βουτιές σταμάτησαν τα τελευταία χρόνια, αλλά είναι αυτοί οι άνθρωποι που λέγαμε παραπάνω, οι ανώνυμοι ήρωες της ζωής μας, που μας κρατάνε μακριά από δω. Με το ζόρι θα σκεφτείς; Με την αγάπη θα σου πω εγώ. Το ζητούμενο πάντα αυτό ήταν άλλωστε και θα είναι μέχρι τη μέρα που το μυαλό θα πάψει να παράγει έργο. Διασκορπισμένο ή εγκαταλειμμένο. Η αγάπη. Love ladies and gentleman. Σκεπτόμενος για αγάπη, εμφανίζονται μία μία με τη μορφή γλυκόπικρου χαμόγελου, εικόνες άλλοτε θολές και γκρίζες και άλλοτε ζωντανές και έγχρωμες. Απαραίτητα συστατικά της σάλτσας της ζωής μας που λέγαμε before. Μιας ζωής που δεν ζήσαμε ποτέ. Μιας ζωής που φοβηθήκαμε να βουτήξουμε όλο το χέρι μέσα στο βάζο της και αρκεστήκαμε μόνο σε μερικές φευγαλέες δοκιμές με το δάχτυλο. Μια ζωή μεζές θα μπορούσες να πεις αγαπημένο μου εφημερολόγιο. Που δεν σε φουσκώνει. Που δεν σου φέρνει δυσφορία. Που πάντα θα χεις χώρο για περισσότερη. Αν σήμερα στα 31 προσπαθούσαμε να μαντέψουμε το μυστικό της επιτυχίας, αυτό θα ήταν εμείς. Εσύ κι εγώ. Εγώ κι εσύ. Μαζί. Συνεργατικά και χώρια. 60-40 αλλά και 40-60. Ενίοτε 100-0 ή και 0-100 (σε πόσα δευτερόλεπτα;). Πάντα όμως εκεί. Και οι δυο. Δίχως πρόγραμμα. Δίχως χάρτη. Με χαμόγελο. Και με βαριά ανάσα. Μέχρι σήμερα. Μέχρι τώρα. Και με την τύχη πάντα στο πλάι μας. Γιατί όπως πολύ σοφά έχω πει, δεν θα μπορούσε να γίνει αλλιώς. Καβαλήσαμε το γκρίζο άτι της και την αφήσαμε να μας οδηγήσει εκείνη. Με ασπίδες ναι. Όπλα όμως όχι. Άμυνα ναι. Επίθεση όχι. Και αν χορέψαμε και μεις λίγο στο ρυθμό της εποχής, μιας εποχής που δεν θέλαμε, δεν μας άρεσε και δεν μας αρέσει, ήταν γιατί καταλάβαμε πως τελικά δεν μπορούμε να αλλάξουμε τον κόσμο. Και αν θες να λες στα παιδιά του αύριο πως προσπάθησες για κάτι, δεν θα υποκριθείς, δεν θα το παίξεις ήρωας μα θα πεις την αλήθεια. Τη δική σου. Τη δική μας. Αν υπάρχει. Και αν τελικά η αλήθεια είναι κάπου στη μέση, ξέρω καλά πως κοιτάξαμε καλά προς όλες τις πλευρές. Στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Και εκεί θα παραμείνω. Έχοντας την καλύτερη θέα. Περιμένοντας. Αν έρθει ποτέ κάτι. Και αν δεν εμφανιστεί, είμαι σίγουρος πως η αναμονή θα ναι καλύτερη από το στόχο. Γιατί όταν δεν έχεις στόχο, ο στόχος είσαι εσύ. Χρόνια καλά και ανθόσπαρτα. Και που' σαι ψηλέ: Δεν έγινε και τίποτα ε;


                                   



Πέμπτη 22 Μαΐου 2014

Ανοιξιάτικη βουτιά στα ρηχά





Το ψάρι, αφού πρώτα κολύμπησε τρεις φορές περιμετρικά του ενυδρείου, σταμάτησε ξάφνου στη μέση του και αφού ανοιγόκλεισε δυο φορές το στόμα του (ωσάν κάνουν τα ψάρια), με κοίταξε με εκείνο το παντελώς άγνωστο βλέμμα, το πλαϊνό που υποδηλώνει πολλά, αλλά ίσως και τίποτα. Κάπου είχαμε ξαναγνωριστεί εμείς παλιότερα. Αυτό ήταν το μόνο σίγουρο. Το κατάλαβα από την πρώτη στιγμή. Το καταλάβαμε και οι δύο δηλαδή. Άλλωστε η υπόλοιπη κίνηση στο ενυδρείο (αυτή η κάπως άναρχη που επικρατεί σε αυτά τα μέρη), δεν έδειχνε να το απασχολεί καθόλου. Όσο βέβαια τα βλέμματα μας συνέχιζαν να διασταυρώνονται, τόσο περισσότερο ένιωθα τύψεις για τις τηγανιτές κουτσομούρες που είχα τσακίσει σε λαϊκή ψαροταβέρνα του Πειραιά λίγες μέρες πριν. Λες να ξέρει, αναρωτήθηκα. Και αν ξέρει σκέφτηκα, θα το χει ήδη ξεχάσει. Μνήμη χρυσόψαρου δεν λένε; Εκεί που πίστευα όμως ότι η περίεργη αυτή συνάντηση και βουβή επικοινωνία με το ύποπτο ψάρι θα έπαιρνε τέλος, ένα αναπάντεχο γεγονός τάραξε τα λιμνάζοντα νερά της μέχρι τότε ήρεμης και οικογενειακής ζωής μου, όχι όμως και του ενυδρείου που είχα μπροστά μου. Σιγή ιχθύος δεν λέει ο θυμόσοφος λαός αγαπημένο μου εφημερολόγιο; Έλα όμως που ο λαός δεν ξέρει πάντοτε τι λέει, πόσο μάλλον τι κάνει. Το ψάρι που λέτε μου γύρισε ξάφνου τη πλάτη και συνέχισε για τη βαρετή του περιπλάνηση ρουτίνας. Πριν φύγει όμως πρόλαβε σε ένα από εκείνα τα ανοιγοκλείσματα (ή ανοιγοκλεισίματα) του στόματος του να ψελλίσει κάτι. Αυτό το κάτι ήμουν σίγουρος πως απευθυνόταν σε μένα. Και η σιγουριά αυτή είχε την εξήγηση της πιστέ αναγνώστη. Θυμήθηκα από πού ήξερα αυτό το ψάρι. Το ψάρι εκείνο είχε ταυτότητα και ημερομηνία γέννησης. Το όνομα αυτού;  

Συνεχίζεται σε άλλη εποχή...

Πέμπτη 16 Ιανουαρίου 2014

Τρίτη 31 Δεκεμβρίου 2013

Πηδώντας (σ)το χρόνο



Πέρυσι τέτοια μέρα ανασκολοπεύαμε. Φέτος που είμαστε (ξανά) χορτασμένοι από σκατά θα κάνουμε κάτι άλλο: Θα κοιτάξουμε ψηλά. Αγαπημένο μου εφημερολόγιο έρχεται η ανάπτυξη. Τα χρόνια περνάνε ναι, το 2013 έφυγε ναι, γίναμε φτωχότεροι ναι, η ανάπτυξη όμως θα έρθει για όλους μας. Διακρίσεις δεν κάνει. Ρατσισμοί δεν χωράνε μαζί της. Όλους τους βολεύει. Ας πιαστούμε λοιπόν όλοι από τους ώμους και ας στρέψουμε το βλέμμα προς τον ουρανό. Στο δικό μου μυαλό βέβαια η ανάπτυξη έρχεται σαν τα βρέφη. Τη φέρνει ο πελαργός. Οπότε σταθερά το βλέμμα ψηλά αναγνώστη για να εντοπίσουμε το πτηνό. Τώρα μη με ρωτάς αν θα έρθει από τη Δύση ή την Ανατολή, το Βορρά ή το Νότο. Σημασία έχει να την εντοπίσουμε και μόλις γίνει αυτό να βγάλουμε τα δίκαννα και να την πάρουμε φαλάγγι. Κατευθείαν στο ψαχνό. Επίσης δεν μπορώ να εγγυηθώ για τη μορφή της. Αλλά μιας και είναι μέρες γιορτής και ανταλλαγής δώρων και σωματικών υγρών, ας διαμορφώσει ο καθένας ελεύθερα το δικό του πρότυπο ανάπτυξης και ας το ζητήσει από τον Άι Βασίλη. Ξανθό, μελαχρινό, χυμώδες, ανάπηρο, με ψυχολογικά, όλα μέσα. Και όταν πια νεκρός ή ακόμα καλύτερα ημιθανής προσγειωθεί ο πελαργός μαζί με την ανάπτυξη στην ξηρά ή και στη θάλασσα αν προτιμάται (και είστε του υγρού στοιχείου), ας στήσουμε γύρω του ένα πάρτι τρικούβερτο, πάρτι αξέχαστο, πάρτι κανιβαλισμού, πάρτι στον 13ο όροφο. Να τεμαχίσουμε το πουλί, να βιάσουμε την ανάπτυξη, να φάμε τις σάρκες μας, να ξεσκιστούμε, να νιώσουμε λίγο άνθρωποι, λίγο κτήνη, να αγκαλιαστούμε, να αγαπηθούμε, να γαμηθούμε, να αφήσουμε τα κοκαλάκια μας σε τόπο χλοερό, σε γη επαγγελίας. Ο Θεός μας βλέπει και μας αγαπάει και ας του φάγαμε ζωντανό το Θείο δώρο του, τη Θεία ανάπτυξη. Άλλωστε πάντα αχάριστοι ήμασταν μαζί του. Αυτός να χαρίζει απλόχερα και μεις σταθερά να προτιμάμε τον άλλον τον τύπο τον κόκκινο με τα κέρατα που μένει στα υπόγεια. Είναι πάντα εκεί ψηλά όμως να μας κοιτά και να τον κοιτάμε αγαπημένε αναγνώστη πιασμένοι πάντα από τους ώμους σαν αδέρφια αχώριστα και να μας δίνει χρόνια για να προχωράμε μπροστά και να αλλάζουμε και να μένουμε πάντα εκεί, πάντα ίδιοι, στήνοντας κι άλλα πάρτι, κι άλλες φιέστες, τρώγοντας νεκρούς και, ζωντανούς, εμάς τους ίδιους, ό,τι μπορεί να φαγωθεί, και έπειτα με την αυγή του νέου χρόνου, ας τα χωνέψουμε όλα γιατί όλα χωνεύονται, όλα, και πάνε παρακάτω, χαμηλά, στον πάτο του στομαχιού, της καρδιάς, της ίδιας μας της ύπαρξης, της ζωής. Μιας ζωής που μετράται πρωτίστως σε χρόνια, χρόνια πολλά, χρόνια λίγα, 2013 χρόνια μετά Χριστόν. Και μεις όμως ακόμα εδώ αγαπημένο μου εφημερολόγιο, πάντα εδώ, με φανερά λιγότερη παρουσία, σοβαρότητα και ελπίδα μεν αλλά με περισσότερο χαμόγελο, στύση και μουσική δε. Πέφτει το χιόνι απαλά,λα,λα,λα,λα,λα.....
Καλή χρονιά λοιπόν. Γέλασε κανείς;



Τρίτη 26 Νοεμβρίου 2013

Χορηγός στα όνειρα μου



Η σιωπή είναι χρυσός. Η σιωπή είναι μια αξεπέραστη απάντηση. Η σιωπή είναι το πλέον ακαταμάχητο επιχείρημα. Η σιωπή είναι το στολίδι του σοφού και το προσωπείο του βλάκα και τέλος ή πρέπει να σιωπήσεις έλεγε ο Πλάτωνας ή να πεις κάτι καλύτερο από τη σιωπή. Σε αυτό το τελευταίο το Πλατωνικό θα δώσουμε έμφαση αγαπημένο μου εφημερολόγιο αλλά όταν με βλέπω στα όνειρα μου να περιφέρομαι με ένα κεσέ γιαούρτι (παραδοσιακό με πέτσα) στο αριστερό μου χέρι (τυχαίο;), στους δρόμους των Αθηνών και της Νέας Υόρκης (πότε στη μία πότε στην άλλη), όσο να ναι προβληματίζομαι. Ποιος ο συμβολισμός της γιαούρτης λοιπόν; Τι ψάχνω ή τι κάνω στους πέντε δρόμους αγαπημένε αναγνώστη; Τι παιχνίδια μου παίζει το υποσυνείδητο; Μήπως πεινάω στον ύπνο μου; Μήπως θέλω να προσφέρω την τροφή μου σε κάποιον; Ίσως πάλι να ψάχνω εκείνον που θα του πετάξω το έδεσμα στα μούτρα ή ακόμα ακόμα να θέλω κατά βάθος να περιγελάσω τον εαυτό μου τον ίδιο λούζοντας με με αυτό που κρατώ. Και αν τελικά απλά κάποιος άλλος μου είχε προσφέρει νωρίτερα το γιαούρτι στο χέρι τότε τι; Καταρρέουν όλα τα παραπάνω; Και γιατί σε εμένα; Και γιατί στη Νέα Υόρκη στο κάτω κάτω αφού ποτέ δεν μου άρεσε (σου άρεσαν άλλα πράγματα όμως εκεί βλάκα, πάψε - μπουχαχα);  Επιστρέφω όμως στα περί σιωπής και να πω απλά ότι ναι, δεν έχω να πω κάτι καλύτερο από τη σιωπή. Τίποτα. Nothing. Niente. Μούγκα. That's all. Ποιος εγώ; Ο άλλος; Ο ευεργέτης μου ο μεγάλος;
Αμφιβάλλω αγαπημένο μου εφημερολόγιο για όλα εκείνα που θα 'ρθουν όταν άλλα περίμενα και άλλα ήλπιζα κάποτε. Και μπορώντας βέβαια να τα αλλάξω αμφιβάλλω ακόμα περισσότερο. Για μένα πιο πολύ. Όχι για τους άλλους. Οι άλλοι έχουν τα δικά τους blog άλλωστε για να αυτοθεραπευτούν. Ο καθείς από το δικό του μετερίζι. Και λέγοντας μετερίζι αγαπημένε αναγνώστη μου 'ρθε στο νου το ρύζι. Ρύζι, ρυζόγαλο, γιαούρτη (είναι και κοντά στα ράφια των σούπερ μάρκετ άλλωστε).  Να σου το μετερίζι λοιπόν που μου φέρνει ξανά στο μυαλό εκείνη τη μερίδα γιαούρτης που κρατούσα στο αριστερό μου το χέρι και περιδιάβαινα τους δρόμους της Νέας Υόρκης σαν ζητιάνος (η Αθήνα πάει μας τέλειωσε). Α ναι δεν σας το είπα. Το αριστερό μου χέρι ήταν τεταμένο. Ζητιάνος σε ξένο τόπο, σε τόπο μακρινό. Ζητιάνος με τροφή στο χέρι και μπόλικη στην ψυχή. Ζητιάνος σιωπηλός με γιαούρτι. Αυτό είμαι. Αυτό είναι. Φοβάμαι τη μέρα που ο εν λόγω ζητιάνος θα μου χτυπήσει την πόρτα και θα πρέπει να τον αντικρίσω. Και τότε τι; Τον πιάνεις από το ελεύθερο χέρι στοργικά (το δεξί) και ξεκινάτε μαζί μια μεγάλη βόλτα. Μια βόλτα δίχως γυρισμό. Σιωπηλή. Με συντροφιά σας πάντα ένα γιαούρτι.