Τρίτη 26 Νοεμβρίου 2013

Χορηγός στα όνειρα μου



Η σιωπή είναι χρυσός. Η σιωπή είναι μια αξεπέραστη απάντηση. Η σιωπή είναι το πλέον ακαταμάχητο επιχείρημα. Η σιωπή είναι το στολίδι του σοφού και το προσωπείο του βλάκα και τέλος ή πρέπει να σιωπήσεις έλεγε ο Πλάτωνας ή να πεις κάτι καλύτερο από τη σιωπή. Σε αυτό το τελευταίο το Πλατωνικό θα δώσουμε έμφαση αγαπημένο μου εφημερολόγιο αλλά όταν με βλέπω στα όνειρα μου να περιφέρομαι με ένα κεσέ γιαούρτι (παραδοσιακό με πέτσα) στο αριστερό μου χέρι (τυχαίο;), στους δρόμους των Αθηνών και της Νέας Υόρκης (πότε στη μία πότε στην άλλη), όσο να ναι προβληματίζομαι. Ποιος ο συμβολισμός της γιαούρτης λοιπόν; Τι ψάχνω ή τι κάνω στους πέντε δρόμους αγαπημένε αναγνώστη; Τι παιχνίδια μου παίζει το υποσυνείδητο; Μήπως πεινάω στον ύπνο μου; Μήπως θέλω να προσφέρω την τροφή μου σε κάποιον; Ίσως πάλι να ψάχνω εκείνον που θα του πετάξω το έδεσμα στα μούτρα ή ακόμα ακόμα να θέλω κατά βάθος να περιγελάσω τον εαυτό μου τον ίδιο λούζοντας με με αυτό που κρατώ. Και αν τελικά απλά κάποιος άλλος μου είχε προσφέρει νωρίτερα το γιαούρτι στο χέρι τότε τι; Καταρρέουν όλα τα παραπάνω; Και γιατί σε εμένα; Και γιατί στη Νέα Υόρκη στο κάτω κάτω αφού ποτέ δεν μου άρεσε (σου άρεσαν άλλα πράγματα όμως εκεί βλάκα, πάψε - μπουχαχα);  Επιστρέφω όμως στα περί σιωπής και να πω απλά ότι ναι, δεν έχω να πω κάτι καλύτερο από τη σιωπή. Τίποτα. Nothing. Niente. Μούγκα. That's all. Ποιος εγώ; Ο άλλος; Ο ευεργέτης μου ο μεγάλος;
Αμφιβάλλω αγαπημένο μου εφημερολόγιο για όλα εκείνα που θα 'ρθουν όταν άλλα περίμενα και άλλα ήλπιζα κάποτε. Και μπορώντας βέβαια να τα αλλάξω αμφιβάλλω ακόμα περισσότερο. Για μένα πιο πολύ. Όχι για τους άλλους. Οι άλλοι έχουν τα δικά τους blog άλλωστε για να αυτοθεραπευτούν. Ο καθείς από το δικό του μετερίζι. Και λέγοντας μετερίζι αγαπημένε αναγνώστη μου 'ρθε στο νου το ρύζι. Ρύζι, ρυζόγαλο, γιαούρτη (είναι και κοντά στα ράφια των σούπερ μάρκετ άλλωστε).  Να σου το μετερίζι λοιπόν που μου φέρνει ξανά στο μυαλό εκείνη τη μερίδα γιαούρτης που κρατούσα στο αριστερό μου το χέρι και περιδιάβαινα τους δρόμους της Νέας Υόρκης σαν ζητιάνος (η Αθήνα πάει μας τέλειωσε). Α ναι δεν σας το είπα. Το αριστερό μου χέρι ήταν τεταμένο. Ζητιάνος σε ξένο τόπο, σε τόπο μακρινό. Ζητιάνος με τροφή στο χέρι και μπόλικη στην ψυχή. Ζητιάνος σιωπηλός με γιαούρτι. Αυτό είμαι. Αυτό είναι. Φοβάμαι τη μέρα που ο εν λόγω ζητιάνος θα μου χτυπήσει την πόρτα και θα πρέπει να τον αντικρίσω. Και τότε τι; Τον πιάνεις από το ελεύθερο χέρι στοργικά (το δεξί) και ξεκινάτε μαζί μια μεγάλη βόλτα. Μια βόλτα δίχως γυρισμό. Σιωπηλή. Με συντροφιά σας πάντα ένα γιαούρτι.